τι μηχανές σοφίστηκα και πόσες τέχνες·
κι η πιο μεγάλη – που αν κανείς ήθελ’ αρρωστήσει,
δεν είχε αντίδοτο κανένα, ούτε να πάρει, ούτε να πιει, ούτε αλειφτεί, και μαραινόταν
έτσι με δίχως γιατρικά, ώσπου εγώ πάλι
έδειξα τ’ ανεκάτωμα λογής φαρμάκων
την πάσ’ αρρώστια τους μ’ αυτά να πολεμούνε.
Και τους πολλούς της μαντικής χώρισα τρόπους
κι έκρινα πρώτος, απ’ τα ονείρατα ποια πρέπει
να βγουν αλήθεια, και τους έμαθα να κρίνουν
τ’ αρπαχτά λόγια και τις συντυχιές του δρόμου.
Κι ακόμα τα πετάματα των άγριων όρνιων
όρισα καθαρά, ποια είναι δεξιά σημάδια
και ποια ζερβά, καθώς και τις συνήθειες που ’χουν,
τις έχθρες, τις φιλίες, τα συνταιριάσματά τους.
Εγώ, και τι λογής τα σπλάχνα πρέπει να ’ναι,
τι χρώμα να ’χουν για ν’ αρέσουν στους θεούς τους
και της χολής και του λοβού τις τόσες όψεις·
και μες στη σκέπη τυλιχτούς καίοντας τους γοφούς
και της ράχης το κόκαλο, δύσκολης τέχνης
το δρόμο στους ανθρώπους άνοιξα, και μάτια
στης φλόγας έδωσα τα πριν τυφλά σημάδια.
Μα έξω απ’ αυτά και τα κρυμμένα μες στα σπλάχνα
της γης, χαλκό και σίδερο, χρυσάφι, ασήμι,
του ανθρώπου βοηθήματα, ποιος από μένα
πως τα ήβρε πρώτος θενά πει; βέβαια κανένας,
εκτός να φλυαρεί αν θέλει έτσι του βρόντου.
Και μ’ ένα λόγο σύντομο σού λέω να ξέρεις·
στον Προμηθέα χρωστούν οι άνθρωποι όλες τις τέχνες.
Αισχύλoυ, «Προμηθέας Δεσμώτης» (Μετάφραση Ιωάννη Γρυπάρη)
''Ενα παιδί πολύ φτωχό κια ψωριαρικο έφθασε σε μια πόλη ,όπου του κόλλησαν το παρατσούκλι, ο ψωριάρης.Μεγαλώνοντας λίγο ,για να βγάζει το ψωμί του, έπιασε δουλειά σε έναν κρεοπώλη μεταφέροντας τις παραγγελίες των πελατών στα σπίτια τους.Μάζεψε λιγα χρήματα τα οποία άρχιζε να δανείζει ,αυτά πολλαπλασιάστηκαν και αγόρασε κάπως καλύτερα ρούχα.Στη συνέχεια έκανε συμβόλαιο όποτε δάνειζε και άρχισε χάρη στην τοκογλυφία, να κάνει όνομα (Μαρτίνο Οψωριάρη) και λεφτά.Καθώς πλούτισε περισσότερο έγινε ο κος Μαρτίνος, ενω οταν έγινε απο τους πλουσιότερους στην πόλη έγινε ο αξιότιμος κος Μαρτίνος και κατ'οπιν άρχισαν να τον φωνάζουν Αρχοντα Μαρτίνο. Αν όμως δεν ξανακατέβει τα σκαλιά κάνοντας αγαθοεργίες, ξαφνικά όπως τα ανέβηκε, τον περιμένουν τα έγκατα της Κόλασης'',λόγια ιεροκήρυκα, που τα άκουσε Στέφανος της Βουρβώνης και παρατίθενται στο εργο του Anecdotes historiques du 13e siecle, Παρίσι 1877
ReplyDelete( Φυσικά και δεν διάβασα ,ως μή θρησκόληπτος εγώ το κείμενο αλλά το παραθέτει ο Le Goff στο έξοχο βιβλίο ,Το πουγκί και η Ζωή,εκδ.Κέδρος, όπου επίσης γράφει
στην σελ.51:''...η διαβολική εργασία του χρήματος που θέτει σε κίνηση ο τοκογλύφος δεν είναι παρα το αποκορύφωμα της επαίσχυντης οκνηρίας του''