Σήμερα το κατάστημα διαθέτει παραμύθι.
Σε μια εποχή όχι μακρινή από τη δική μας, σε μια περιοχή αρκετά κοντινή μας, σε ένα χωριό (σχεδόν κεφαλοχώρι) ζούσε μια νέα εκπάγλου καλλονής, λυγερόκορμη, αεράτη, αντικείμενο πόθου όλου του ανδρικού πληθυσμού της περιφέρειας. Αγορά ήταν τ’ όνομά της, Αγόρω ή Αγορίτσα τη φωνάζαν στην ντοπιολαλιά (και δεν της άρεσε καθόλου αυτό, γιατί είχε υψηλούς στόχους στη ζωή της). Περιζήτητη ήταν, αλλά όχι και πολύφερνη, κάτω του μεσαίου το οικογενειακό της εισόδημα. Αλλά η ομορφιά της ήταν αρκετό εισιτήριο για να καλοπαντρευτεί. «Κοίτα να τακτοποιηθείς», της έλεγε η μάνα της, αλλά η Αγόρω δεν το ’χε καθόλου σκοπό. Ήθελε να χορτάσει μέχρι σκασμού την ελευθερία της. Όλη μέρα σεργιανούσε, στα παζάρια, στις εμποροπανηγύρεις και ζωοπανηγύρεις, στους πάγκους των υπαίθριων πωλητών, στις προθήκες των καταστημάτων νεοτερισμών, στις μικρές και μεγάλες τρύπες που αποτελούσαν το υποτυπώδες εμπορικό κέντρο του χωριού. Κι όλοι την τρώγαν (αφού τη γδύναν) με τα μάτια τους.
Αλλά ή Αγόρω δεν είχε μάτια για κανέναν. Ούτε για τον μπακάλη, ούτε για τον μανάβη, ούτε για τον φούρναρη. Απέρριπτε με αλαζονεία όλα τα προξενιά. Μάταια η μάνα της προσπαθούσε να την πείσει να το σκεφτεί τουλάχιστον. Και πιο πολύ να ρίξει ένα βλέφαρο στον καλύτερο του χωριού. Ο Κράτος ήταν πρωτευουσιάνος με ρίζες στο χωριό και την ήθελε σαν τρελός. Κι είχε και περιουσία ατράνταχτη – και ακίνητα και αυτοκίνητα και άλογα και μουλάρια και μποστάνια και χωράφια. Ο Κράτος ήταν καλό παιδί, λίγο μπούλης βέβαια, ελαφρά παχύσαρκος και δυσκίνητος, ίσως και κάπως βλάκας, αλλά έλιωνε για την Αγορά, αφήστε δε που με την περιουσία του θα ζούσαν ζωή και κότα. Βλέπετε, η Αγόρω δεν είχε προίκα της προκοπής. Τα ρούχα της, τα εσώρουχά της, ένα γιούκο με ασπρόρουχα, μερικά κεντήματα και υφαντά… Αυτά. «Α, πα πα πα», έλεγε ανένδοτη η Αγόρω. «Εγώ θα ζήσω ελεύθερη ζωή. Free market, mammy. Κάτω ο προστατευτισμός. Νταβά στο κεφάλι μου δεν βάζω!» Κι η προξενήτρα που ’φερνε πεσκέσια και προξενιά του Κράτου έφευγε άπρακτη, με τα χέρια ξερά.
Η Αγορίτσα -που στο μεταξύ είχε απαγορεύσει σε όλους δια ροπάλου να τη φωνάζουν με τα επαρχιώτικα υποκοριστικά της- ξεκίνησε για την περιπέτεια που είχε επιλέξει. Παράτησε τα παζάρια, τους γραφικούς πάγκους των μικροπωλητών και τα μπεζεστένια των χωριών και βγήκε στην πόλη. Όπου έκανε, είναι αλήθεια, μεγάλο σουξέ. «Free market», διαλαλούσε στα πολυκαταστήματα, τα Mall, τις υπεραγορές, τις εμπορικές αλυσίδες, τους εμπορικούς πεζοδρόμους με τα βαριά brand names και τις λαμπερές φίρμες που πρόφερε με την ελαφρώς επαρχιώτικη αξάν της. Λιγότερο από Prada δεν ανεχόταν στο κορμί της, κάτω από Bvlgari δεν έβαζε στον καρπό της και για τον λαιμό και τ’ αυτιά σπανίως συμβιβαζόταν με Βιλδιρίδη, κι αυτό μόνον κατόπιν παραγγελίας και αποκλειστικής σχεδίασης. Η κραιπάλη της Αγόρως άρχιζε από πρωίας, με συστηματικό shopping therapy στα εμπορικά κέντρα, όπου έσκαγε με αεροπλανικές πιρουέτες, κάνοντας τους λυσσασμένους αρσενικούς να τα δίνουν όλα για πάρτη της. Το μεσημέρι έπαιρνε το lunch της στα πιο μουράτα ρεστοράν της πόλης, περιστοιχιζόμενη πάντα από έγκαυλους θαυμαστές και το βράδυ την έβγαζε στα νυχτερινά της παραλιακής, σπανίως καθήμενη, συνήθως σε τσακίρ κέφι πάνω στα τραπέζια, αλαλάζοντας «free market» και άδοντας παράφωνα το σουξέ της: «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη Αγορά, παρά σαράντα χρόνια στου Κράτου τα δεσμά». Χύνονταν στο άκουσμα του άσματος και στα λικνίσματα της Αγόρως οι πολυάριθμοι θαυμαστές της: κληρονόμοι παλαιών τζακιών, ανυποψίαστοι διαχειριστές νέων τζακιών, αεριτζήδες, νεογιάπηδες, μάνατζερ αυτοδίδακτοι ή με σπουδές στο εξωτερικό, κάτοχοι μεταπτυχιακού στα χρηματοικονομικά, ευτραφείς ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί, νεο-σοσιαλ-φιλελεύθεροι πολιτικοί που έσκιζαν τα Boss πουκάμισά τους στο άκουσμα του κουπλέ από το τελευταίο σουξέ της παραλιακής: «Του ιάπιδος (σ.σ.: εκ του γιάπις) ο τράχηλος κράτος δεν υποφέρει». Κι όταν αισθάνονταν κάτι αέρινο να τους θωπεύει ηδονικά ανάμεσα στα σκέλια, ήξεραν ότι δεν ήταν ο γαλατάς, αλλά το αόρατο χέρι της Αγοράς…
Αυτόν τον βίο διήγε η Αγορά, η ορμή της οποίας ήταν πλέον αδύνατο να περιοριστεί στα εθνικά σύνορα και -όπως ήταν φυσικό- ξεκίνησε διεθνή καριέρα με απρόβλεπτη επιτυχία. Εκτός του τίτλου της εθνικής σταρ, με τη γοητεία της απέσπασε εύκολα τον τίτλο της Μις Ευρώπη και τελικά της Μις Υφήλιος. Κινούνταν με άνεση μεταξύ Μυκόνου και Σαν Τροπέ το καλοκαίρι, Ελβετικών Άλπεων και Αράχοβας τον χειμώνα. Η ακόρεστη δίψα της για shopping έσβηνε πλέον μόνο στην λεωφόρο Σανς Ελιζέ στο Παρίσι, στην 5th Avenue στη Νέα Υόρκη, σπανιότερα στη Φρανκφούρτη και στο Λονδίνο και τα ψυχαγωγικά της ενδιαφέροντά της είχαν στραφεί και στις μετοχές, στα ευρωπαϊκά, ασιατικά και αμερικανικά χρηματιστήρια, στα προθεσμιακά συμβόλαια πετρελαίου, στις εξαγορές, στις συγχωνεύσεις και στις απολύσεις, που έγιναν μάλιστα αγαπημένο της σπορ. Η Αγόρω ήταν πια μια παγκοσμιοποιημένη γκόμενα.
Ο πολυτελής βίος που διήγε κίνησε, βεβαίως, κάποια στιγμή το ενδιαφέρον των ελεγκτικών Αρχών στις χώρες που κινούνταν με άνεση, ιδιαίτερα των φορολογικών και των επιτροπών ανταγωνισμού, μιας και δεν ήταν σαφές τι ακριβώς επαγγέλλετο η Αγόρω και πώς δικαιολογούσε τις απίστευτες δαπάνες της. Αλλά η Αγορά αντεπεξήλθε επιτυχώς με τη γοητεία της και αυτή την περιπέτεια, με το ύφος μιας περήφανης, άδικα διωκόμενης celebrity και με τις απαραίτητες προμήθειες.
Κάπως έτσι πέρασε η χρυσή εικοσαετία της Αγόρως. Η ελευθερία, όμως, έχει και το τίμημά της. Η πληθωρική κραιπάλη και κατανάλωση είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση της άλλοτε αέρινης ύπαρξης σε όλες τις διαστάσεις του χωροχρόνου. Με τα χρόνια η Αγόρω έγινε πληθωρική, ευτραφής και τελικά παχύδερμη. Έπειτα άρχισε να πλήττεται από αλλεπάλληλες κυκλικές κρίσεις βουλιμίας και νευρικής ανορεξίας. Φούσκωνε, ξεφούσκωνε και τελικά το δέρμα της έκατσε πάνω στον σκελετό της σαν τσαλακωμένος πλισές. Το φωτεινό της πρόσωπο χαράχτηκε από τα ίχνη του χρόνου. Και να τα λίφτινγκ, να οι λιποαναρροφήσεις, οι αναδομήσεις, τα κολλαγόνα, οι μεταρρυθμίσεις, οι αυτορρυθμίσεις, οι απορρυθμίσεις…Όχι ο Φουστάνος, ούτε ο Πιταγκί ήταν εις θέσιν να κάνει το θαύμα του. Φυσικά, αυτή η κρίση είχε και το μοιραίο της αποτέλεσμα: τα εκατομμύρια θαυμαστών της Αγόρως έχασαν κάθε ενθουσιασμό γι’ αυτήν – άλλωστε δεν ήταν σε θέση να κάνει πια ούτε τις αεροπλανικές πιρουέτες της (το αόρατο χέρι της είχε πια αρθρίτιδα). Και, τελικά, ήλθε και εκείνη η κρίση νοσταλγίας για την πατρίδα της και το πατρικό της, όπου είχε ρίξει μαύρη πέτρα.
«Στα ’λεγα, θα μείνεις στο ράφι», της είπε η μάνα της, όχι με χαιρεκακία, αλλά με τρυφερότητα και πόνο, μόλις την αντίκρισε, αγνώριστη και αλλόκοτα παραμορφωμένη από τον χρόνο και τις κραιπάλες. «Ο μανάβης; Ο μπακάλης; Ο φούρναρης;», ήταν οι πρώτες ερωτήσεις που έκανε η Αγόρω, αποφασισμένη να πουλήσει τις τελευταίες υποψίες γοητείας που είχαν απομείνει πάνω της. «Τους έφαγε κι αυτούς η απελευθέρωση, σαν και σένα. Είναι υπάλληλοι στο σούπερ μάρκετ», είπε η μάνα της. «Και ο… Κράτος;», ρώτησε δειλά αλλά με μιαν ελπίδα η Αγόρω, ξέροντας ότι ήταν ο μεγάλος του έρωτας. «Ο Κράτος; Μπακούρι έμεινε. Την περισσότερη περιουσία του την έχει πουλήσει. Έχει, βέβαια, εισοδήματα… Αλλά, δεν ξέρω…». «Να δίναμε μίζα στην προξενήτρα;», ρώτησε αθώα η Αγόρω (που στο μεταξύ άρχισε να συνηθίζει το παλιό υποκοριστικό της).
Η συνάντηση Κράτους και Αγοράς μετά είκοσι έτη είχε φόρτιση και εκπλήξεις. Ο Κράτος δεν είδε στην όψη της Αγοράς τη μούσα των εφηβικών του ονειρώξεων, και η Αγόρω αντίκρισε έναν Κράτο συρρικνωμένο, ισχνό, γερασμένο, αλλά και με μια μικρή δόση γοητείας πάνω του. «Θα με προστατεύεις;», ρώτησε με κάποια αγωνία η Αγόρω. «Ό,τι έχω είναι και δικό σου. Δεν είναι πολλά, αλλά έχω τον τρόπο μου», απάντησε ξέπνοα ο Κράτος. Και ρίχτηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Μιας αγκαλιάς που έπνιξε τα τελευταία ίχνη απελευθέρωσης που τους κρατούσαν όλα αυτά τα χρόνια μακριά.
No comments:
Post a Comment