(Από τη στήλη "Ελεύθερος Σκοπευτής", Επενδυτής, 12/5/2012)
Αν μη τι άλλο, θα ζήσουμε μια ενδιαφέρουσα εποχή. Για καλό ή για κακό, θα δείξει. Αλλά, επειδή εκ των πραγμάτων η εποχή αφορά ένα ιστορικό αίτημα επανίδρυσης και επαναθεμελίωσης- του κράτους, του κοινωνικού σχηματισμού, του οικονομικού μοντέλου, της ταυτότητάς μας, της ίδιας της χώρας, αλλά και της «κοινής λογικής»,– θα επιστρέψουμε αναγκαστικά σε μια συζήτηση για τα θεμελιώδη: ατομική ελευθερία και συλλογικό συμφέρον. Ιδιοκτησία και κοινωνικά αγαθά. Αγορά και κράτος. Ευρώπη και Ελλάδα.
Η συζήτηση έχει ήδη ανάψει.
Αίφνης, την εβδομάδα που πέρασε, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, σε συνέντευξή του σε ραδιοφωνικό σταθμό, υποστήριξε ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα εγγυηθεί τις καταθέσεις των πολιτών, αλλά ταυτόχρονα θα τις αξιοποιήσει για την ανάπτυξη. «Θα χρησιμοποιήσετε τα δικά μας λεφτά;» ρώτησε περίπου εμβρόντητος ο δημοσιογράφος. Η απάντηση ήταν καταφατική. Πολλοί ανεβήκαν στα κλαδιά και στα κεραμίδια, με μια υπόνοια ότι η τοποθέτηση παραπέμπει σε ένα είδος «δήμευσης» περιουσιακών στοιχείων, κρατικοποίησης της ιδιοκτησίας. Κι ακολούθησαν διορθώσεις, διευκρινίσεις, αναδιπλώσεις.
Στην πραγματικότητα ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ δεν είπε τίποτα παραπάνω από όσα λένε, απλώς με πιο τεχνικό και δυσανάγνωστο λεξιλόγιο, οι εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, της Κομισιόν, της τρόικας, του ΔΝΤ και ποικίλων άλλων ελληνικών ή ευρωπαϊκών οργανισμών κάθε φορά που επιχειρούν να συνδέσουν την ανάγκη στήριξης του τραπεζικού συστήματος με την ανάπτυξη. «Πρέπει να ενισχύσουμε τη ρευστότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για να ενισχυθεί η πραγματική οικονομία», λένε όλοι σε παραλλαγές και με αποχρώσεις.
Πρόκειται, φυσικά, για την απόλυτη κοινοτοπία. Αυτή είναι η δουλειά των τραπεζών. Να διοχετεύουν τις αποταμιεύσεις των πολιτών σε υγιή δάνεια για επένδυση, κατανάλωση, αγορά περιουσιακών στοιχείων. Αυτό, άλλωστε, δεν ήταν και αφετηρία της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007, που εξελίχθηκε σε κρίση κρατικού χρέους για την Ελλάδα, την Ευρώπη κι όλο τον καπιταλιστικό κόσμο; Απλώς οι τράπεζες δεν έκαναν την υποτιθέμενη δουλειά τους. Έπαιρναν τα χρήματα των αποταμιευτών, αλλά αντί να τα διοχετεύουν σε πραγματικές επενδύσεις και σε υγιή κατανάλωση, τα «στοιχημάτιζαν» σε χρηματοπιστωτικό τζόγο για να αυξήσουν τις υπεραξίες τους. Δηλαδή, οι τράπεζες προέβαιναν σε ένα είδος «απαλλοτρίωσης» των αποταμιεύσεων των πολιτών, καθιστώντας τις τελικά επισφαλείς. Χρειάστηκε να διοχετευτούν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια και ευρώ, χρήματα των φορολογουμένων, για να διασωθεί το απείκασμα των αποταμιεύσεων στους λογαριασμούς των πολιτών.
Στην πραγματικότητα, αυτό δεν είναι η απόκλιση, αλλά ο άρρωστος ιδρυτικός κανόνας του τραπεζικού συστήματος. Από τη στιγμή που τα κράτη άρχισαν να εκχωρούν στις τράπεζες το δικαίωμα να δημιουργούν και να παρέχουν χρήμα που δεν διαθέτουν, με αντίκρισμα το χρήμα που τους εμπιστεύονται ανυποψίαστοι αποταμιευτές, η κατάθεση έχει καταστεί ένα αγαθό υπό απαλλοτρίωση. Οι καταθέσεις μας θεωρητικά μόνον υπάρχουν, και είναι διαθέσιμες και με τόκο. Αλλά υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα τις ζητήσουμε. Τουλάχιστον όχι όλοι και προ παντός όχι ταυτόχρονα.
Θυμάστε τον Ερίκ Καντονά; Θυμάστε την απόπειρά του να «σκοράρει» κατά των τραπεζών προ διετίας, απευθύνοντας έκκληση στους Γάλλους και λοιπούς Ευρωπαίους να επιχειρήσουν αυθημερόν μια μαζική έφοδο στα γκισέ των τραπεζών; Να τις στραγγίξουν από αποταμιεύσεις με ένα ψύχραιμο και αποφασιστικό bank run; Η έκκλησή του είχε αντιμετωπιστεί με σαρκασμό, αλλά και με μια υπόρρητη αγωνία, από τη Λαγκάρντ ή τον Γιούνκερ. Το bank run του Καντονά απέτυχε. Αλλά οι τράπεζες συνέχισαν να στραγγίζουν από ρευστότητα που αντιστοιχεί στις αποταμιεύσεις των πολιτών. Παρά τις «εφόδους» στους μισθούς και στα εισοδήματά τους (κι αυτό «κατάσχεση ιδιοκτησίας» δεν είναι;) Η ορθή απάντηση, λοιπόν, στον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν απλώς ότι λεφτά δεν υπάρχουν. Έχουν ήδη απαλλοτριωθεί.
Όσα, πάντως υπάρχουν- όσο κι αν κανείς αισθάνεται δέος στην ιδέα ότι τα χρήματά του δεν βρίσκονται ασφαλή στα τραπεζικά θησαυροφυλάκια- κάπως πρέπει ν’ αξιοποιηθούν. Ακόμη κι όσοι αισθάνονται εαυτούς πολύ φιλελεύθερους για να το ανεχτούν, μπορούν να ανατρέξουν στον «πατέρα» του φιλελευθερισμού Άνταμ Σμιθ, φανατικό οπαδό του δικαιώματος των τραπεζών να εκδίδουν δικό τους χρήμα. Συγκρίνοντας το χρήμα, και ιδιαίτερα τον χρυσό και το ασήμι με «μεγάλο δρόμο, ο οποίος ενώ χρησιμεύει για την κυκλοφορία και την μεταφορά στην αγορά όλων των ζωοτροφών και των σιτηρών της χώρας, ο ίδιος δεν παράγει ούτε ένα σπυρί σιτηρών, ούτε ένα φυλλαράκι χλόης», ο Άνταμ Σμιθ φρονεί ότι «οι εργασίες μιας συνετής τράπεζας, ανοίγοντας ένα είδος λεωφόρου στους αιθέρες, προσφέρουν στη χώρα την ευκαιρία να μετατρέψει ένα μεγάλο μέρος των μεγάλων δρόμων της σε εύφορα βοσκοτόπια και σιτοβολώνες, και κατ’ αυτόν τον τρόπο να αυξήσει σε σημαντικό βαθμό το ετήσιο προϊόν της γης και της εργασίας της».
Μπορεί κανείς να επιστρατεύσει, ακόμη περισσότερο, τον Κέινς, που στη θεωρητική μάχη του κατά της αποταμίευσης, υπέρ των αποτρεπτικών, χαμηλών επιτοκίων και υπέρ μιας γενναιόδωρης χρηματοδότησης των επενδύσεων και της κατανάλωσης, εισηγείται την εξαιρετικά αντιδημοφιλή για τους φιλότιμους αποταμιευτές «ευθανασία του ραντιέρη», άρα και του αποταμιευτή. Υποθέτουμε ότι αν ένας Κέινς εμφανιζόταν στην Ελλάδα της μνημονιακής ύφεσης 5%-6% και υποστήριζε κάτι τέτοιο, μερικοί θα ζητούσαν τη δημόσια εκτέλεσή του στο Σύνταγμα. Οπότε απομένει η μνημονιακή ευθανασία των μισθωτών.
Για όσους αισθάνονται, πάντως, ακόμη πιο φιλελεύθεροι από τον πατέρα του φιλελευθερισμού Άνταμ Σμιθ ή από τον υπεράνω αντικαπιταλιστικής υποψίας Κέινς, υπάρχουν και χειρότερα. Στις αρχές του 18ου αιώνα, ο Μπέρναρντ Μάντβιλ, εξοργισμένος από τις κυβερνητικές πιέσεις υπέρ της λιτότητας και της ενάρετης αποταμίευσης, δημοσιεύει τον σατιρικό «Μύθο των Μελισσών» και το αλληγορικό του ποίημα «Η γκρινιάρα κυψέλη ή οι απατεώνες που έγιναν τίμιοι». Εκεί περιγράφει τον οικονομικό θάνατο μιας ευημερούσας κοινότητας που εγκαταλείπει τη σπατάλη για να τονωθεί η αποταμίευση. Ιδού η κατάληξή της:
«Τώρα, σκέψου την ένδοξη κυψέλη και δες πώς τιμιότητα και εμπόριο συμπορεύονται./
Η επίδειξη εξαλείφθηκε, εξανεμίστηκε. / Η εικόνα εντελώς άλλαξε, γιατί δεν είναι μόνο εκείνοι που έφυγαν, οι οποίοι ξόδευαν τεράστια ποσά/ αλλά και τα πλήθη που ζούσαν απ’ αυτούς,/ υποχρεώθηκαν επίσης να εξαφανιστούν./ Μάταια τώρα στρέφονται σε άλλες δουλειές. Παντού υπάρχει κορεσμός./ Η τιμή της γης και των σπιτιών πέφτει,/ μυθικά παλάτια, που οι τοίχοι τους, όπως εκείνοι των Θηβών, χτίστηκαν με παιχνίδια, προφέρονται για ενοικίαση./ Τα οικοδομικά επαγγέλματα καταστράφηκαν τελείως/ βιοτέχνες δεν εργάζονται./ Κανένας κεραμοτεχνίτης δεν φημίζεται πλέον για την τέχνη του, οι λιθοκόφτες και οι γλύπτες δεν μνημονεύονται πια…/
Μόνο η αρετή δεν εξασφαλίζει για τα έθνη μεγαλόπρεπη ζωή./ Εκείνοι που θα αναβιώσουν ένα χρυσό αιώνα πρέπει να είναι ελεύθεροι,/τόσο για την ασωτία όσο και για την τιμιότητα».
Θυμίζει κάτι η περιγραφή; Ας τη σκεφτούμε την επόμενη φορά που θα ανησυχήσουμε περισσότερο για τις αποταμιεύσεις μας παρά για τα ερείπια που σωρεύονται γύρω μας.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Η μεγάλη τέχνη να κάνεις ένα έθνος ευτυχισμένο και να ευημερεί συνίσταται στην προσφορά σε όλους μιας ευκαιρίας απασχόλησης, πράγμα που σημαίνει να μπορεί η κυβέρνηση να προάγει μια μεγάλη ποικιλία βιομηχανιών, βιοτεχνιών και τεχνών που το ανθρώπινο πνεύμα μπορεί να εφεύρει. Πρέπει ακόμη να μπορεί να ενθαρρύνει τη γεωργία και την αλιεία σε όλους τους κλάδους τους, έτσι ώστε ολόκληρη η γη να χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο. Από την πολιτική αυτή και όχι από τους λεπτομερειακούς κανονισμούς της πολυτέλειας και της λιτότητας πρέπει να προσδοκάται το μεγαλείο και η ευτυχία των ανθρώπων. Ανεξάρτητα από την αξία του χρυσού και του ασημιού, η απόλαυση όλων των κοινωνιών θα εξαρτάται πάντα από τους καρπούς της γης και την εργασία των ανθρώπων. Ο συνδυασμός και των δύο αποτελεί ασφαλέστερο, πιο ανεξάντλητο και πιο πραγματικό θησαυρό από το χρυσό της Βραζιλίας ή το ασήμι του Potosi.
Μπέρναρντ Μάντβιλ. «Ο Μύθος των Μελισσών»
Αν μη τι άλλο, θα ζήσουμε μια ενδιαφέρουσα εποχή. Για καλό ή για κακό, θα δείξει. Αλλά, επειδή εκ των πραγμάτων η εποχή αφορά ένα ιστορικό αίτημα επανίδρυσης και επαναθεμελίωσης- του κράτους, του κοινωνικού σχηματισμού, του οικονομικού μοντέλου, της ταυτότητάς μας, της ίδιας της χώρας, αλλά και της «κοινής λογικής»,– θα επιστρέψουμε αναγκαστικά σε μια συζήτηση για τα θεμελιώδη: ατομική ελευθερία και συλλογικό συμφέρον. Ιδιοκτησία και κοινωνικά αγαθά. Αγορά και κράτος. Ευρώπη και Ελλάδα.
Αίφνης, την εβδομάδα που πέρασε, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, σε συνέντευξή του σε ραδιοφωνικό σταθμό, υποστήριξε ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα εγγυηθεί τις καταθέσεις των πολιτών, αλλά ταυτόχρονα θα τις αξιοποιήσει για την ανάπτυξη. «Θα χρησιμοποιήσετε τα δικά μας λεφτά;» ρώτησε περίπου εμβρόντητος ο δημοσιογράφος. Η απάντηση ήταν καταφατική. Πολλοί ανεβήκαν στα κλαδιά και στα κεραμίδια, με μια υπόνοια ότι η τοποθέτηση παραπέμπει σε ένα είδος «δήμευσης» περιουσιακών στοιχείων, κρατικοποίησης της ιδιοκτησίας. Κι ακολούθησαν διορθώσεις, διευκρινίσεις, αναδιπλώσεις.
Στην πραγματικότητα ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ δεν είπε τίποτα παραπάνω από όσα λένε, απλώς με πιο τεχνικό και δυσανάγνωστο λεξιλόγιο, οι εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, της Κομισιόν, της τρόικας, του ΔΝΤ και ποικίλων άλλων ελληνικών ή ευρωπαϊκών οργανισμών κάθε φορά που επιχειρούν να συνδέσουν την ανάγκη στήριξης του τραπεζικού συστήματος με την ανάπτυξη. «Πρέπει να ενισχύσουμε τη ρευστότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για να ενισχυθεί η πραγματική οικονομία», λένε όλοι σε παραλλαγές και με αποχρώσεις.
Πρόκειται, φυσικά, για την απόλυτη κοινοτοπία. Αυτή είναι η δουλειά των τραπεζών. Να διοχετεύουν τις αποταμιεύσεις των πολιτών σε υγιή δάνεια για επένδυση, κατανάλωση, αγορά περιουσιακών στοιχείων. Αυτό, άλλωστε, δεν ήταν και αφετηρία της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007, που εξελίχθηκε σε κρίση κρατικού χρέους για την Ελλάδα, την Ευρώπη κι όλο τον καπιταλιστικό κόσμο; Απλώς οι τράπεζες δεν έκαναν την υποτιθέμενη δουλειά τους. Έπαιρναν τα χρήματα των αποταμιευτών, αλλά αντί να τα διοχετεύουν σε πραγματικές επενδύσεις και σε υγιή κατανάλωση, τα «στοιχημάτιζαν» σε χρηματοπιστωτικό τζόγο για να αυξήσουν τις υπεραξίες τους. Δηλαδή, οι τράπεζες προέβαιναν σε ένα είδος «απαλλοτρίωσης» των αποταμιεύσεων των πολιτών, καθιστώντας τις τελικά επισφαλείς. Χρειάστηκε να διοχετευτούν εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια και ευρώ, χρήματα των φορολογουμένων, για να διασωθεί το απείκασμα των αποταμιεύσεων στους λογαριασμούς των πολιτών.
Στην πραγματικότητα, αυτό δεν είναι η απόκλιση, αλλά ο άρρωστος ιδρυτικός κανόνας του τραπεζικού συστήματος. Από τη στιγμή που τα κράτη άρχισαν να εκχωρούν στις τράπεζες το δικαίωμα να δημιουργούν και να παρέχουν χρήμα που δεν διαθέτουν, με αντίκρισμα το χρήμα που τους εμπιστεύονται ανυποψίαστοι αποταμιευτές, η κατάθεση έχει καταστεί ένα αγαθό υπό απαλλοτρίωση. Οι καταθέσεις μας θεωρητικά μόνον υπάρχουν, και είναι διαθέσιμες και με τόκο. Αλλά υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα τις ζητήσουμε. Τουλάχιστον όχι όλοι και προ παντός όχι ταυτόχρονα.
Θυμάστε τον Ερίκ Καντονά; Θυμάστε την απόπειρά του να «σκοράρει» κατά των τραπεζών προ διετίας, απευθύνοντας έκκληση στους Γάλλους και λοιπούς Ευρωπαίους να επιχειρήσουν αυθημερόν μια μαζική έφοδο στα γκισέ των τραπεζών; Να τις στραγγίξουν από αποταμιεύσεις με ένα ψύχραιμο και αποφασιστικό bank run; Η έκκλησή του είχε αντιμετωπιστεί με σαρκασμό, αλλά και με μια υπόρρητη αγωνία, από τη Λαγκάρντ ή τον Γιούνκερ. Το bank run του Καντονά απέτυχε. Αλλά οι τράπεζες συνέχισαν να στραγγίζουν από ρευστότητα που αντιστοιχεί στις αποταμιεύσεις των πολιτών. Παρά τις «εφόδους» στους μισθούς και στα εισοδήματά τους (κι αυτό «κατάσχεση ιδιοκτησίας» δεν είναι;) Η ορθή απάντηση, λοιπόν, στον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν απλώς ότι λεφτά δεν υπάρχουν. Έχουν ήδη απαλλοτριωθεί.
Όσα, πάντως υπάρχουν- όσο κι αν κανείς αισθάνεται δέος στην ιδέα ότι τα χρήματά του δεν βρίσκονται ασφαλή στα τραπεζικά θησαυροφυλάκια- κάπως πρέπει ν’ αξιοποιηθούν. Ακόμη κι όσοι αισθάνονται εαυτούς πολύ φιλελεύθερους για να το ανεχτούν, μπορούν να ανατρέξουν στον «πατέρα» του φιλελευθερισμού Άνταμ Σμιθ, φανατικό οπαδό του δικαιώματος των τραπεζών να εκδίδουν δικό τους χρήμα. Συγκρίνοντας το χρήμα, και ιδιαίτερα τον χρυσό και το ασήμι με «μεγάλο δρόμο, ο οποίος ενώ χρησιμεύει για την κυκλοφορία και την μεταφορά στην αγορά όλων των ζωοτροφών και των σιτηρών της χώρας, ο ίδιος δεν παράγει ούτε ένα σπυρί σιτηρών, ούτε ένα φυλλαράκι χλόης», ο Άνταμ Σμιθ φρονεί ότι «οι εργασίες μιας συνετής τράπεζας, ανοίγοντας ένα είδος λεωφόρου στους αιθέρες, προσφέρουν στη χώρα την ευκαιρία να μετατρέψει ένα μεγάλο μέρος των μεγάλων δρόμων της σε εύφορα βοσκοτόπια και σιτοβολώνες, και κατ’ αυτόν τον τρόπο να αυξήσει σε σημαντικό βαθμό το ετήσιο προϊόν της γης και της εργασίας της».
Μπορεί κανείς να επιστρατεύσει, ακόμη περισσότερο, τον Κέινς, που στη θεωρητική μάχη του κατά της αποταμίευσης, υπέρ των αποτρεπτικών, χαμηλών επιτοκίων και υπέρ μιας γενναιόδωρης χρηματοδότησης των επενδύσεων και της κατανάλωσης, εισηγείται την εξαιρετικά αντιδημοφιλή για τους φιλότιμους αποταμιευτές «ευθανασία του ραντιέρη», άρα και του αποταμιευτή. Υποθέτουμε ότι αν ένας Κέινς εμφανιζόταν στην Ελλάδα της μνημονιακής ύφεσης 5%-6% και υποστήριζε κάτι τέτοιο, μερικοί θα ζητούσαν τη δημόσια εκτέλεσή του στο Σύνταγμα. Οπότε απομένει η μνημονιακή ευθανασία των μισθωτών.
Για όσους αισθάνονται, πάντως, ακόμη πιο φιλελεύθεροι από τον πατέρα του φιλελευθερισμού Άνταμ Σμιθ ή από τον υπεράνω αντικαπιταλιστικής υποψίας Κέινς, υπάρχουν και χειρότερα. Στις αρχές του 18ου αιώνα, ο Μπέρναρντ Μάντβιλ, εξοργισμένος από τις κυβερνητικές πιέσεις υπέρ της λιτότητας και της ενάρετης αποταμίευσης, δημοσιεύει τον σατιρικό «Μύθο των Μελισσών» και το αλληγορικό του ποίημα «Η γκρινιάρα κυψέλη ή οι απατεώνες που έγιναν τίμιοι». Εκεί περιγράφει τον οικονομικό θάνατο μιας ευημερούσας κοινότητας που εγκαταλείπει τη σπατάλη για να τονωθεί η αποταμίευση. Ιδού η κατάληξή της:
«Τώρα, σκέψου την ένδοξη κυψέλη και δες πώς τιμιότητα και εμπόριο συμπορεύονται./
Η επίδειξη εξαλείφθηκε, εξανεμίστηκε. / Η εικόνα εντελώς άλλαξε, γιατί δεν είναι μόνο εκείνοι που έφυγαν, οι οποίοι ξόδευαν τεράστια ποσά/ αλλά και τα πλήθη που ζούσαν απ’ αυτούς,/ υποχρεώθηκαν επίσης να εξαφανιστούν./ Μάταια τώρα στρέφονται σε άλλες δουλειές. Παντού υπάρχει κορεσμός./ Η τιμή της γης και των σπιτιών πέφτει,/ μυθικά παλάτια, που οι τοίχοι τους, όπως εκείνοι των Θηβών, χτίστηκαν με παιχνίδια, προφέρονται για ενοικίαση./ Τα οικοδομικά επαγγέλματα καταστράφηκαν τελείως/ βιοτέχνες δεν εργάζονται./ Κανένας κεραμοτεχνίτης δεν φημίζεται πλέον για την τέχνη του, οι λιθοκόφτες και οι γλύπτες δεν μνημονεύονται πια…/
Μόνο η αρετή δεν εξασφαλίζει για τα έθνη μεγαλόπρεπη ζωή./ Εκείνοι που θα αναβιώσουν ένα χρυσό αιώνα πρέπει να είναι ελεύθεροι,/τόσο για την ασωτία όσο και για την τιμιότητα».
Θυμίζει κάτι η περιγραφή; Ας τη σκεφτούμε την επόμενη φορά που θα ανησυχήσουμε περισσότερο για τις αποταμιεύσεις μας παρά για τα ερείπια που σωρεύονται γύρω μας.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Η μεγάλη τέχνη να κάνεις ένα έθνος ευτυχισμένο και να ευημερεί συνίσταται στην προσφορά σε όλους μιας ευκαιρίας απασχόλησης, πράγμα που σημαίνει να μπορεί η κυβέρνηση να προάγει μια μεγάλη ποικιλία βιομηχανιών, βιοτεχνιών και τεχνών που το ανθρώπινο πνεύμα μπορεί να εφεύρει. Πρέπει ακόμη να μπορεί να ενθαρρύνει τη γεωργία και την αλιεία σε όλους τους κλάδους τους, έτσι ώστε ολόκληρη η γη να χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο. Από την πολιτική αυτή και όχι από τους λεπτομερειακούς κανονισμούς της πολυτέλειας και της λιτότητας πρέπει να προσδοκάται το μεγαλείο και η ευτυχία των ανθρώπων. Ανεξάρτητα από την αξία του χρυσού και του ασημιού, η απόλαυση όλων των κοινωνιών θα εξαρτάται πάντα από τους καρπούς της γης και την εργασία των ανθρώπων. Ο συνδυασμός και των δύο αποτελεί ασφαλέστερο, πιο ανεξάντλητο και πιο πραγματικό θησαυρό από το χρυσό της Βραζιλίας ή το ασήμι του Potosi.
Μπέρναρντ Μάντβιλ. «Ο Μύθος των Μελισσών»
No comments:
Post a Comment