«Όταν ακούω τάξη, ανθρωπινό κρέας μού μυρίζει», έλεγε ο Ελύτης. Μιλούσε βεβαίως για μια άλλη τάξη, για την ακαμψία που δημιουργούν τα αυταρχικά πλαίσια κανόνων στις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις. Αλλά μιλώντας και για την άλλη «τάξη», την ομαδοποίηση των ανθρώπινων όντων με βάση συμφέροντα και ενδιαφέροντα, πάλι στη μυρωδιά «ανθρωπινού κρέατος» πάει ο νους. Παρ’ ότι η πάλη των τάξεων τελεί εν υπνώσει, γνωρίζουμε από την ιστορία ότι ο ανταγωνισμός και οι συγκρούσεις τους έχουν συχνά έκβαση αιματηρή. Άγρια πράγματα.
Η κοινωνική εξέλιξη, βέβαια, δεν επιτυγχάνεται μόνο με την «αγριότητα» των συγκρούσεων, αλλά και με την ηπιότητα της συναίνεσης. Βλέπετε, η λέξη που έγινε πάλι το αγαπημένο κλισέ των ημερών, στην Ουάσιγκτον, στις Βρυξέλλες και στην Αθήνα, έχει μια προϊστορία κι ένα βάθος που ούτε το υποψιάζονται οι χρήστες της. Η συναίνεση είναι το alter ego της καταστολής, όταν αυτή είναι αδύνατη ή αναποτελεσματική. Πέρα από την αδέξια, μικροπολιτική της χρήση για τις ανάγκες του εγχώριου εκλογικού κύκλου, η κοινωνική συναίνεση είναι ο όρος εξασφάλισης της κυριαρχίας των οικονομικών και πολιτικών ελίτ έναντι των υποτελών τάξεων. Και, όπως μας έδειξε ο μακαρίτης ο Γκράμσι, προϋπόθεση εξασφάλισης αυτής της συναινετικής κυριαρχίας είναι η ηγεμονία των κυρίαρχων τάξεων -ηγεμονία πολιτική, πνευματική, ιδεολογική, ηθική- πάνω σε όλο το κοινωνικό οικοδόμημα.
Περάσαμε «τριάντα ένδοξα χρόνια» σχεδόν σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο κατά τα οποία ούτε η ηγεμονία της οικονομικής ελίτ αμφισβητήθηκε σοβαρά ούτε η συναίνεση αποσταθεροποιήθηκε. «Σεισμικά» επεισόδια μπορεί να είχαμε, αλλά κανένα δεν είχε ένα χαρακτήρα γενικευμένο και αρκετά βαθύ ώστε να ανατρέψει, έστω και σε μία χώρα, τις σχέσεις εξουσίας και συναίνεσης, τουλάχιστον στην Ευρώπη. Αυτή η σταθερότητα της αστικής ηγεμονίας οφείλεται εν πολλοίς στο γεγονός ότι χώρες και τάξεις διήνυσαν αρκετά χιλιόμετρα στη σπείρα της αναπτυξιακής μεγέθυνσης, έστω και με όρους διευρυνόμενης ανισότητας.
Καθώς η γραμμή της «ευημερίας» διακόπτεται απότομα από τις τεκτονικές δονήσεις της ύφεσης, ο καθρέφτης της αστικής ηγεμονίας γεμίζει ρωγμές, γίνεται θρύψαλα. Σε κάθε εθνική οικονομία χωριστά, αλλά και στην άτυπη παγκόσμια διακυβέρνηση των πολυεθνικών, των νομισματικών ενώσεων και των συγκοινωνουσών αγορών. Το παρακολουθούμε εδώ και μήνες, το παρατηρούμε στη σημειολογία της επίσημης ρητορικής των ηγετών, των ευρωκρατών, των κεντρικών τραπεζιτών, των εντεταλμένων οικονομολόγων. Όλοι τους αντιδρούν σαν ζαλισμένα κοτόπουλα μπροστά στο γεγονός ότι το οικοδόμημα που όρθωσαν στις κοινωνίες της αγοράς συμπεριφέρεται απρόβλεπτα, καταστροφικά, σαν ακυβέρνητο σκάφος στα κύματα της ύφεσης. «Διαψευστήκαμε… δεν είχαμε προβλέψει… τα γεγονότα είναι αναπάντεχα… όλα είναι απρόβλεπτα… οι εξελίξεις μας ξεπερνούν… η κρίση είναι πρωτοφανής…». Τι σας θυμίζουν αυτές οι φράσεις; Λίγο Καραμανλή, λίγο Σουφλιά, λίγο Αλμούνια ή Μπαρόζο ή Μέρκελ. Μπορείτε επίσης να τις συναντήσετε στα απολογητικά κείμενα του ΟΟΣΑ και του ΔΝΤ, στις ανακοινώσεις των εταιρειών που συνοδεύουν τις προαναγγελίες χιλιάδων απολύσεων, στα δελτία τύπου των τραπεζών για τις μαύρες τρύπες των ισολογισμών τους. Η αδυναμία της επιχειρηματικής, τεχνοκρατικής και πολιτικής ηγεσίας (εγχώριας και διεθνούς) να δώσει μια συνεκτική, αξιόπιστη απάντηση στην κρίση, έστω και για να περιορίσει στο ελάχιστο τις κοινωνικές της επιπτώσεις, είναι μια τρανταχτή ομολογία απώλειας της ηγεμονίας της στα υποτελή στρώματα και τάξεις. Έτσι, η επίκληση της συναίνεσης τη στιγμή που η ύφεση μετρά θύματα και συσσωρεύει εκρηκτική δυσφορία, ηχεί περισσότερο σαν κραυγή απόγνωσης και πανικού, παρά σαν επιταγή ηγεμόνα.
Λογικό είναι. Στα «τριάντα ένδοξα χρόνια» της αναπτυξιακής επέκτασης και της κερδοσκοπικής φρενίτιδας, οι αστικές τάξεις των καπιταλιστικών παραδείσων έκαναν επιλογές που περιέκλειαν το σπέρμα του ολέθρου. Διοχέτευσαν την ηγεμονία τους σ’ ένα μοντέλο που οδηγεί στην αναίρεσή της. Εδραίωσαν τον νεοφιλελευθερισμό στην πολιτική, τον ανταγωνιστικό καπιταλισμό στην επιχειρηματικότητα, τον κανιβαλισμό της αυτορρύθμισης στις αγορές. Όλο το θεσμικό οπλοστάσιο που απαίτησαν οι επιχειρηματικές ελίτ και που προώθησαν με ζήλο οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι -συντηρητικοί ή σοσιαλδημοκράτες- ύψωσε ένα δυσθεώρητο τείχος ανάμεσα στην οικονομία και την πολιτική. Ο ρόλος της δεύτερης ως συνεκτικού ιστού των συλλογικών συμφερόντων των εθνικών ή κοσμοπολίτικων αστικών τάξεων καταλύθηκε. Τώρα, αδυνατούν έστω και να μιλήσουν μεταξύ τους. Γαλλικό προστατευτισμό θέλει ο Σαρκοζί, ευρωπαϊκό προστατευτισμό αντιπαραθέτει η Μέρκελ, καθόλου προστατευτισμό λέει ο Αλμούνια, υπεράσπιση του επιτεύγματος της ενιαίας αγοράς απαιτεί ο Μπαρόζο. Ποιο επίτευγμα και ποια ενιαία αγορά; Ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Και όλοι εναντίον όλων: πιστωτικό κεφάλαιο εναντίον βιομηχανικού, εμπορικό κεφάλαιο εναντίον εφοπλιστικού, πιστωτές εναντίον οφειλετών, οικονομολόγοι εναντίον κεντρικών τραπεζιτών, πολιτικοί εναντίον επιχειρηματιών.
Ούτε στην Ευρώπη, αλλά ούτε καν στο πεδίο μιας μικρομεσαίας χώρας όπως η Ελλάδα δεν υπάρχει μια ηγέτιδα κοινωνική ομάδα που να αρθεί «στο ύψος των περιστάσεων», να αποκτήσει μια στοιχειώδη συνείδηση της «αποστολής» της, των μακροπρόθεσμων συλλογικών της συμφερόντων, να επεξεργαστεί ένα στοιχειώδες όραμα για το τι είδος καπιταλισμό θέλει και θεωρεί βιώσιμο και να οργανώσει μια αποτελεσματική άμυνα στην ύφεση. Εκπαιδευμένοι όλοι τους στη φιλοσοφία του βραχυπρόθεσμου κέρδους που ανέδειξε ο καπιταλισμός-καζίνο, τσαλαβουτάνε αδέξια σε παράδοξα μείγματα κεϊνσιανισμού, απο-ενοχοποιημένου νεοφιλελευθερισμού, κρατισμού, εθνικοποιήσεων, προστατευτισμού, ακόμη και (λελογισμένων) δόσεων σοσιαλισμού.
Η τελευταία γραμμή άμυνας, το τελευταίο πεδίο ανάκτησης της ηγεμονίας της κοινωνικής ελίτ είναι ο πατριωτικός καπιταλισμός. Η ύφεση είναι μια ανεξέλεγκτη, εξωτερική απειλή, μια επίθεση αόρατου εχθρού που επιβάλλει εθνική συσπείρωση τάξεων, στρωμάτων, κομμάτων πέρα από τα ιδιαίτερα συμφέροντα και ενδιαφέροντά τους. Ωραία. Αλλά, τι είναι η πατρίδα μας; Θα αναρωτηθούμε με το ύφος του ποιητή. Ποια είναι η πατρίδα που καλούμαστε να υπερασπιστούμε; Σε ποια από τις απειλούμενες συνοριακές γραμμές της πρέπει να χύσουμε το αίμα μας (ή το χρέος μας ή το χρήμα μας ή τις αποταμιεύσεις μας); Ας μας δώσουν ΜΙΑ συγκεκριμένη απάντηση οι «ηγεμόνες» αυτής της χώρας για ν’ αποφασίσουμε αν και πώς θ’ ανταποκριθούμε. Γιατί είναι βέβαιο ότι, αν ρωτήσουμε κάθε ομάδα χωριστά, θα μας υποδείξουν κάτι διαφορετικό. Οι τραπεζίτες θα μας στείλουν στα Βαλκάνια, στο «καζίνο» των οποίων παίξανε τις φθίνουσες αποταμιεύσεις μας. Οι εφοπλιστές θα μας στείλουν στον Ινδικό και στον Ατλαντικό Ωκεανό που διασχίζουν τα φορτηγά και τα γκαζάδικά τους. Οι τουριστικοί επιχειρηματίες θα μας υποδείξουν τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες απ’ όπου αντλούν την εφήμερη πελατεία τους. Οι κατασκευαστές θα μας στείλουν στο Ντουμπάι ή στις εθνικές οδούς. Οι γραφειοκράτες θα μας υποδείξουν ως τελευταία έπαλξη τα τραπεζικά γκισέ που πωλούν το χρέος του μέλλοντός μας, οι εκδότες τα περίπτερα από τα οποία κρέμονται τα κλισέ της ύφεσης. Αν διασπαστούμε σε τόσα μέτωπα, η ήττα του εθνικού μας καπιταλισμού είναι βεβαία. Υπάρχει ένα και μόνο μέτωπο στο οποίο όλοι συμφωνούν: στον κρατικό προϋπολογισμό, το Πρυτανείο από το οποίο απαιτούν να αντλήσουν δωρεάν χρήμα, τζάμπα πολεμοφόδια προορισμένα για ένα χαμένο από τώρα πόλεμο. (Η κ. Μέρκελ, για λογαριασμό της δικής της κοινωνικής ελίτ, το είπε εύστοχα και κομψά τις τελευταίες μέρες: «Τι λόγο έχει το γερμανικό κράτος να σώσει την Opel; Η Opel δεν είναι μια συστημική επιχείρηση…». Ας τη σώσουν η General Motors και ο αμερικανικός καπιταλισμός, εν ολίγοις. Ο οποίος επίσης δεν έχει λόγους να υπερασπιστεί γερμανικές θέσεις εργασίας. Κι έτσι, οι Γερμανοί εργάτες της αμερικανόκτητης Opel μένουν χωρίς πατρίδα. Και άνεργοι, επίσης…).
Ίσως, λοιπόν, είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό στην έκταση που το ζούμε. Υπάρχει διαπιστωμένο κενό ηγεμονίας στις κοινωνίες της αγοράς που αποσταθεροποιούνται από την κρίση. Κενό ηγεμονίας, που στην εγχώρια εκδοχή του μεγεθύνεται από την ιστορική ιδεολογική και πνευματική αναπηρία της ιθύνουσας τάξης, εμπλουτισμένης από τα νέα «τζάκια» τυχοδιωκτών, μιζαδόρων και τροφίμων του κρατικού Πρυτανείου. Αφού δεν κατάφερε να διαχειριστεί και να κεφαλαιοποιήσει την επιτυχία της, πώς να διαχειριστεί την αποτυχία της;
Ποιος θα καλύψει το κενό ηγεμονίας; Και πώς; Η ιστορία δεν προβλέπει επετηρίδα ούτε λίστα επιλαχόντων. Τα στρώματα και οι τάξεις που υφίστανται κατεξοχήν τις επιπτώσεις της ύφεσης, ο κόσμος της εργασίας που έχει ελάχιστες συνενοχές για τον παρασιτικό καπιταλισμό του οποίου την απορρύθμιση απολαμβάνουμε έχουν την ευκαιρία τους να καλύψουν αυτό το κενό. Να το προσδοκούμε; Για να θυμηθούμε πάλι τον Γκράμσι, καθοδηγούμαστε από την απαισιοδοξία της σκέψης και την αισιοδιοξία της πράξης.
Πράξεις δεν βλέπω, βέβαια. Και θα με ρωτήσετε δικαίως και σεις: «Κι εσύ, τι πράττεις;».
Ένα από τα καλύτερα άρθρα σου ΚΙΜΠΙ, συγχαρητήρια! Ας ελπίσουμε ότι το ιδεολογικό-πολιτικό κενό που επισημαίνεις θα καλυφθεί από την εργατική τάξη. Προσωπικά δεν είμαι αισιόδοξος. Φοβάμαι ότι μαζί με την κατάρρευση του νεοφιλελευθερισμού (είναι νωρίς ακόμα να λέμε τέλος του καπιταλισμού), θα ζήσουμε και το τέλος όλων σχεδόν των εκφάνσεων της Αριστεράς, τουλάχιστον με τη μορφή που τη γνωρίσαμε έως σήμερα. Ας ελπίσουμε ότι θα γεννηθεί μια Καινούργια Αριστερά περισσότερο αξιόπιστη (στα μάτια των πολλών) και γνησιότερα ριζοσπαστική
ReplyDeleteΣΚΕΠΤΙΚΙΣΤΗΣ