Η Εφημερίδα των Συντακτών, 13-14/1/2024
Στις εορταστικές και μεθεόρτιες μαζώξεις φίλων και συγγενών δεν έλειψαν και κάποιες σiνεφίλ συζητήσεις, με τις αισθητικές και ιδεολογικές διαφωνίες αναπόφευκτες, για τα δυο κινηματογραφικά γεγονότα των ημερών: τα «Χαμένα κορμιά» του Γιώργου Λάνθιμου και τη «Ζώνη ενδιαφέροντος» του Τζόναθαν Γκλέιζερ.
Εκ πρώτης όψεως δεν υπάρχει το παραμικρό σημείο επαφής ανάμεσα στις δυο ταινίες, εκτός από το γεγονός ότι για διαφορετικούς λόγους και οι δυο έχουν πάμπολλες διακρίσεις και βραβεύσεις στα κινηματογραφικά φεστιβάλ. Σε όλα τα άλλα διαφέρουν.
Η πρώτη είναι μια κωμωδία πυκνής δράσης και σαρκασμού, στην οποία τα πάντα λέγονται και δείχνονται στη στιλπνή, άλλοτε ασπρόμαυρη άλλοτε εκτυφλωτικά έγχρωμη εικόνα της οθόνης. Η δεύτερη είναι μια περίπλοκη οπτικοακουστική εμπειρία, της οποίας η ιστορία που αφηγείται ή υπονοεί εκτυλίσσεται εντός και κυρίως εκτός κινηματογραφικού κάδρου. Η πρώτη είναι η συναρπαστική, σουρεαλιστική περιπλάνηση της Μπέλα Μπάξτερ από τον ψυχρό ευρωπαϊκό Βορρά στον ζεστό μεσογειακό Νότο και, αντίστροφα, μια εκρηκτική εναλλαγή τοπίων, χρωμάτων και συναισθημάτων. Η δεύτερη εξαντλείται σε μερικές δεκάδες στρέμματα κήπων, αλσυλίων και ενός μικρού ποταμού που περιβάλλει το ειδυλλιακό ενδιαίτημα της οικογένειας του διοικητή του μεγαλύτερου ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης και του πιο «παραγωγικού» εργοστασίου θανάτου, του Ρούντολφ Ες (του διοικητή, όχι του στρατηγού). Η ταινία του Λάνθιμου (και το βιβλίο του Αλιστερ Γκρέι) μπορεί να «διαβαστεί» σαν μια ελλειπτική ανασκόπηση της ατελούς πορείας της ανθρωπότητας προς τη χειραφέτηση από τη σκοπιά της γυναίκας. Η ταινία του Γκλέιζερ φωτίζει, αντιθέτως, τη βύθιση της ανθρωπότητας στο πιο ζοφερό σημείο της ιστορίας της.
Δείτε τις ταινίες, δεν θα πω πολλές λεπτομέρειες. Αλλωστε για το «Poor Things» έχουν γραφτεί τόσα που είναι σαν να έχουν δει την ταινία κι αυτοί που δεν την έχουν δει. Αντίθετα, για τη «Ζώνη ενδιαφέροντος» όσα έχουν γραφτεί και λεχθεί είναι μάλλον αδύνατο να υποκαταστήσουν την εμπειρία της θέασης. Η συσχέτιση των δυο ταινιών δεν είναι απαραίτητη, πιθανότατα είναι εντελώς άσχετες μεταξύ τους και η επιχείρηση διασταύρωσης δεν υπηρετεί τίποτα άλλο εκτός από τη δική μου διαστροφή.
Υπάρχει λοιπόν κάτι κοινό ανάμεσα στις δυο ταινίες; Ναι, θα έλεγα εγώ. Είναι η διαχείριση του ανθρώπινου σώματος ως αναλώσιμου υλικού. Η Μπέλα Μπάξτερ είναι το κατασκεύασμα ενός ιδιοφυούς επιστήμονα, ενός ακόμη ημίτρελου Φρανκενστάιν, που και ο ίδιος είναι το τερατώδες αποτέλεσμα πειραμάτων του πατέρα του στο σώμα του, «στο όνομα της επιστήμης, της προόδου και της ανάπτυξης». Μόνο που το «σώμα» Μπέλα Μπάξτερ, αφού περνάει όλα τα στάδια της κατά Φρόιντ (ή Πιαζέ) ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης (στοματικό, πρωκτικό, φαλλικό κ.λπ.), ανακαλύπτει την ελευθερία της βούλησης, της επιλογής και της αυτοδιάθεσής της. Ακόμη κι όταν διαθέτει το σώμα της ως εμπόρευμα, δηλαδή εκπορνεύεται μαθαίνοντας ότι το χρήμα είναι πολύ ισχυρότερο μέσο από τον πόθο στη σεξουαλική συναλλαγή, το κάνει με όρους αυτοκυριαρχίας. Η Μπέλα Μπάξτερ γίνεται κύρια του σώματός της, έστω κι αν είναι προϊόν μιας τερατώδους συναρμολόγησης.
Στη «Ζώνη ενδιαφέροντος» τα ανθρώπινα σώματα που πρωταγωνιστούν στα κινηματογραφικά κάδρα, ο διοικητής του Αουσβιτς Ρ. Ες, η γυναίκα του Χέντγουικ, τα παιδιά τους, το υπηρετικό προσωπικό (Εβραίοι κρατούμενοι) που τους ταΐζει, τους καθαρίζει, που περιποιείται το σπίτι, τους κήπους, τα παρτέρια με τα λουλούδια και τα κηπευτικά, όλα όσα συνθέτουν τον μικρό τους παράδεισο, έχουν σχεδόν πάντα τα βλέμματα αποστραμμένα από το «εργοστάσιο σωμάτων» που δουλεύει ακατάπαυστα ακριβώς πίσω από την αυλή τους.
Οταν «ο μπαμπάς πάει στη δουλειά» και τα παιδιά ετοιμάζονται για το σχολείο ή παίζουν στον κήπο, βλέπουμε στο βάθος, πίσω από φράχτες και μάντρες, καμινάδες να εκλύουν ακατάπαυστα το προϊόν της «μαζικής ανάλωσης σωμάτων» από τους θαλάμους αερίων. Στο συγκρότημα Αουσβιτς εξοντώθηκαν με το αέριο Zyklon B πάνω από 1 εκατομμύριο άνθρωποι. Ο ίδιος ο Ες, στη δίκη του λίγο πριν καταδικαστεί σε θάνατο και απαγχονιστεί μπροστά στον οικογενειακό του «παράδεισο», ανέλαβε την «ευθύνη» για 2,5 και όχι 3,5 εκατ. θανάτους όπως του απέδιδαν, στα στρατόπεδα που διοίκησε ή επόπτευσε. Η αφοσίωσή του στην ακρίβεια για την παραγωγικότητα στα εργοστάσια «ανάλωσης σωμάτων» μας αφήνει άφωνους, αν και στην ταινία «η δουλειά του μπαμπά και συζύγου» σπάνια επηρεάζει την ήρεμη καθημερινότητα.
Αν εξαιρέσει κανείς μερικά στιγμιότυπα –τη συζήτηση με τους μηχανικούς της κατασκευαστικής εταιρείας που παρουσιάζουν στον «διοικητή» τα σχέδια επέκτασης των θαλάμων αερίων ώστε να αυξηθεί η παραγωγικότητα σε θανάτους και να λυθεί το «πρόβλημα» της ταχύτερης καύσης των σωμάτων, τα απόμακρα ουρλιαχτά που ταράζουν τον ύπνο της πεθεράς, μη εξοικειωμένης από τις οχλήσεις ενός «εργοστασίου συνεχούς πυράς», τον πανικό του πατέρα όταν βρίσκει ένα μπουκάλι Zyklon στο ήσυχο ποταμάκι που βουτάνε τα παιδιά του και ο ίδιος ψαρεύει, την ένταση που προκαλεί η ξαφνική μετάθεσή του και την ανακούφιση που διαδέχεται τη θριαμβική επιστροφή του ως καταλληλότερου για τη «δουλειά», την απειλή που εκτοξεύει η οικοδέσποινα στην απρόσεκτη υπηρέτρια πως «θα ζητήσει από τον άντρα της να σκορπίσει τη στάχτη της σε όλη την Πολωνία»– όλα κυλούν ήρεμα στο περιποιημένο σπίτι της οικογένειας Ες. Στα 100 λεπτά και κάτι της ταινίας δεν βλέπουμε κανέναν θάνατο live. Ακούμε μόνο τον μακρινό απόηχο εκατοντάδων χιλιάδων θανάτων. Αυτοί που ζουν και δρουν εντός του κινηματογραφικού κάδρου ξέρουν τι γίνεται έξω από αυτό και όχι απλώς το αποδέχονται απαθώς, αλλά το θεωρούν προϋπόθεση του ευτυχούς βίου τους. Αλλά κι εμείς ξέρουμε τι γίνεται εκτός κάδρου. Για την ακρίβεια, ξέρουμε πως ό,τι βλέπουμε στερείται νοήματος. Το νόημα υπάρχει σε αυτό που δεν βλέπουμε, σε αυτό που ξέρουμε ότι γίνεται, αλλά προσποιούμαστε ότι δεν μας αφορά ή είναι τόσο μακρινό που είναι αδύνατο να το αποτρέψουμε ή να επιδράσουμε σε αυτό. Στη μηχανή εξόντωσης εκατομμυρίων σωμάτων.
Ανάμεσα στα αόρατα, εξαερούμενα σώματα του Αουσβιτς και το «αυτοκυρίαρχο» σώμα της Μπέλα Μπάξτερ, ανάμεσα στα «χαμένα κορμιά» του Ολοκαυτώματος και το απελευθερωμένο κορμί του «Poor Things» υπάρχει μια υπόρρητη συνομιλία, πέρα και πάνω από τις προθέσεις των δημιουργών τους. Ευτυχώς για την Μπέλα Μπάξτερ, έζησε απλώς σε ένα παραμύθι και σχεδόν μισό αιώνα πριν από τον Ες. Αν είχε συγχρονιστεί με αυτόν και εκατομμύρια συμπατριώτες του, είναι βέβαιο ότι θα είχε οδηγηθεί στο Αουσβιτς, με ένα μαύρο τρίγωνο στο πανωφόρι της.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
…Ο εικοστός αιώνας έχει δημιουργήσει μια κατηγορία ανθρώπων που ήταν πραγματικά απόκληροι, που πάντως δεν ανήκαν σε καμία διεθνώς αναγνωρισμένη κοινότητα, τους πρόσφυγες και τους ανιθαγενείς, που στην πράξη δεν μπορούν να θεωρηθούν πολιτικά υπεύθυνοι για οτιδήποτε. Από πολιτική άποψη, ανεξάρτητα από τον ομαδικό ή ατομικό τους χαρακτήρα, είναι οι απολύτως αθώοι· και είναι ακριβώς αυτή η απόλυτη αθωότητα που τους καταδικάζει σε μια θέση έξω, όπως λέμε, από την ανθρωπότητα στο σύνολό της. Εάν υπάρχει αυτό που αποκαλούμε συλλογική, δηλαδή έμμεση, ενοχή, αυτή θα αντιστοιχούσε στην περίπτωση της συλλογικής, δηλαδή της έμμεσης, αθωότητας. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι άνθρωποι είναι οι μόνοι που δεν ευθύνονται για τίποτα· και, παρότι αντιλαμβανόμαστε συνήθως την ευθύνη, ιδιαίτερα τη συλλογική ευθύνη, ως ένα βάρος, ακόμη και ως ένα είδος τιμωρίας, πιστεύω ότι μπορεί να δειχθεί πως το τίμημα που πληρώνεται για τη συλλογική μη-ευθύνη είναι κατά πολύ υψηλότερο.
Χάνα Αρεντ, «Collective Responsibility» («Συλλογική ευθύνη», Schocken Books, Νέα Υόρκη, 2003, σε μετάφραση Δημήτρη Καψάλη, από τον ιστότοπο https://www.respublica.gr)
No comments:
Post a Comment