Monday, January 7, 2008

ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΥΠΕΡΑΞΙΑ (4/1/2008)

Πάει η Μάρου ’ς του μύλου κι δε βρήκι κανένα, γιατί απ’ του φόβου τ’ κ’ η μυλουνάς ήτανι φηυγάτ’ς. Κάθσι κι άλιθι μουνάχη τς, γιατ’ ήξιρι απού μύλου. Ικεί τότις έφτασι κ’ η μιγάλους η παγανός, κι τς λέει ναν την πάρη γ’ναίκα. «Πουλύ καλά, λέει κ’ η Μάρου (τι να κάμη;) κι ιγώ σι θέλου γι’ άντρα, μα σα θα γίνου νύφη πρέπει να μ’ φέρις σχ’λαρίκια, βραχιόλια, φουρέματα, αλλιώς δε γένιτι. – Ακούς; τς λέει η παγανός, αμέσως να σου τα φέρου». Κι φεύγει, κι πάει ‘ς ούλα ταργαστήρια κι τα σπίτια κι μάζιψι λουγιών τουν λουγιών στουλίδια – κι τς έφιρι. Μα όσου να τα φέρει η παγανός, η Μάρου άλεσι ούλου του καλαμπόκι κι τού χιν έτοιμου. Κ’ ύστερα τ’ λέει να πα να τς φέρη μια γούννα άρραφη. Ώστι που να πάη να τς φερ’ η παγανός, η Μάρου φόρτουσι κι του καλαμπόκι κι τα φουρέματα κι τα στουλίδια, κι αυτή εμπήκι ανάμεσα’ς τα σακκιά τάλουγου κι πάγινι’ς του σπίτ’τς.
Η παγανός πάει’ς του μύλου δε βρίσκει τη Μάρου, τρέχ να τν φτάσ’ς του δρόμου, βλέπει τάλουγου, δεν την κατάλαβι που ήταν ανάμισα ’ς τα σακκιά. Εχάλευι λοιπόν ’ς τα καπούλια τάλουγου μην την βρη. Του ζω ιτρόμαξι κι του δουκι μια κλουτσιά κι τ’ τσακίσι του ποδάρ· κι απού τότς απόμ’νι η μιγάλους η παγανός κ’τσός. Κι η Μάρου γλύτουσι κι πήγι’ς του σπίτ’ τς μι τα χαρίσματα τ’ παγανού.

Νικολάου Πολίτη «Παραδόσεις»

No comments:

Post a Comment