Tuesday, May 29, 2007

Το χρήμα είναι πάντα πολιτικό και βρόμικο

«Γιατί κάτι από χαρτί, κυβερνά τον κόσμο;» με ρώτησε η Βέρα. Θα μπορούσα να της απαντήσω απλά: «Δεν ξέρω, ρώτα τον Πανάγο», αλλά αυτό θα άνοιγε ένα νέο κύκλο ερωτήσεων, ποιος είναι ο Πανάγος, τι θα πει βρόμικο χρήμα και πώς διακρίνεται από το «καθαρό», τι είναι το «πολιτικό χρήμα» και αν υπάρχει τα τελικά χρήμα «απολιτίκ»,


Η Βέρα με άφησε πάλι άφωνο, με το συνήθη τρόπο που μας αποστομώνουν τα παιδιά μας, παρ’ ότι εμείς οι αφελείς νομίζουμε ότι, στα επτά τους χρόνια είναι αρκετά προστατευμένα από τις θεμελιώδεις αθλιότητες του πολιτισμού μας.

Περιεργαζόταν ένα δεκάευρω, προορισμένο για τον κουμπαρά της, προϊόν πονηρής συναλλαγής με θείο της (γλυκό χαμόγελο έναντι χαρτζιλικίου). Ξαφνικά, διέκοψε την περισυλλογή της και με ρώτησε: «Πώς γίνεται κάτι που είναι από χαρτί να κυβερνά τον κόσμο;» Οφείλω να ομολογήσω, ότι εκτός από την έκπληξη για τη ευστοχία της φράσης, ένιωσα τρία επιπλέον πράγματα: Πρώτον, υπερηφάνεια, εμπεδώνοντας την πεποίθηση ότι η κόρη μου μας επιφυλάσσει το μέλλον μιας ιδιοφυούς φιλοσόφου ή οικονομολόγου. Δεύτερον, ικανοποίηση, διότι στη διαπίστωσή της ανιχνεύω τα αποτελέσματα του συστηματικού (και άδικου) εμβολιασμού της με τις ιδεοληψίες μου. Και τρίτον, αμηχανία, διότι μου είναι προφανώς αδύνατο να εξηγήσω σε μια επτάχρονη τις μαρξιστικο-ψυχαναλυτικές αντιλήψεις για το φετιχισμό του χρήματος, ή να της δώσω μια αρκετά εκλαϊκευμένη περίληψη του «Χρήματος» του Γκαλμπρέιθ. Απ’ αυτά τα τρία αισθήματα, κυριάρχησε τελικώς η αμηχανία. «Και τώρα, κύριε εξυπνάκια, τι λένε;»

Η αμηχανία εκφράστηκε με λεπτά σιωπής, τα οποία βεβαίως η Βέρα δεν άφησε ανεκμετάλλευτα, με προφανή πρόθεση να μειώσει έτι περαιτέρω τη θέση μου. Επιστράτευσα άτσαλα επιχειρήματα από την ιστορία του χρήματος, την μετάβαση από τα αστραφτερά πολύτιμα μέταλλα στις ονομαστικές αξίες, αλλά από το καχύποπτο βλέμμα της κατάλαβα ότι πρώτον, δεν καταλάβαινε, και δεύτερον, δεν πειθόταν. «Γιατί κάτι από χαρτί, κυβερνά τον κόσμο;». Θα μπορούσα να της απαντήσω απλά: «Δεν ξέρω, ρώτα τον Πανάγο», αλλά αυτό θα άνοιγε ένα νέο κύκλο ερωτήσεων, ποιος είναι ο Πανάγος, τι θα πει βρόμικο χρήμα και πώς διακρίνεται από το «καθαρό», τι είναι το «πολιτικό χρήμα» και αν υπάρχει τα τελικά χρήμα «απολιτίκ», ή μήπως το χρήμα είναι εξ ορισμού πολιτικό. Ετσι επέλεξα την τακτική της φυγής από τη μάχη. Αλλαξα συζήτηση, δελεάζοντάς την με θέματα που βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα της: παιχνίδι, διασκέδαση, διακοπές. Πράγματα που τελικά έχουν κι αυτά την τιμή τους.

Εκ των υστέρων, μ’ έπιασαν τύψεις. Βλέπετε, τη Βέρα την έχω καταστήσει προ πολλού, όπως κι εσείς τα παιδιά σας υποθέτω, μέρος του προβλήματος. Την εξασκώ συστηματικά, για παράδειγμα, μέσω του κουμπαρά της, ως μέλλοντα αποταμιευτή, στυλοβάτη του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αγαπημένη φίλη των τραπεζών, δανειστή του κράτους και υπάκουο χρηματοδότη του δημοσίου χρέους. Κάθε ευρώ που κουδουνίζει στον κουμπαρά της είναι μια αθέλητη επένδυση στις αξίες του πολιτισμού της αγοράς, παρά τη ρητορική υπονόμευση που στην πραγματικότητα δεν ξεπερνά τα όρια του άλλοθι ή του «ξεκαρφώματος».

Και βέβαια, αυτό αποτελεί μια βάναυση και άδικη εξαπάτηση της Βέρας που εξακολουθεί να πιστεύει ότι το χρήμα δεν έχει άλλο προορισμό από το να γίνεται παγωτά, σοκολάτες, τσίχλες, σουβλάκια, πίτσες, κοκαλάκια, «Barbie», φούστες, εκδρομές, ταξίδια, σινεμά, δώρα, βιβλία, λούνα πάρκ και ό,τι άλλο είναι απολύτως απαραίτητο για το βιοτικό της σύμπαν. Το οποίο δεν συμπίπτει καν με το δικό μας, που περιλαμβάνει βιολογικά προϊόντα διατροφής, λογαριασμούς, πιστωτικές κάρτες, χαροξεχασμένες μετοχές, μια τραπεζική κατάθεση με πρόθεση αγοράς ακινήτου στο απώτατο μέλλον, υποχρεώσεις προς συγγενείς και φίλους, υποχρεώσεις προς το κράτος.

Αυτό που αποσιωπούμε προς τη Βέρα είναι ότι το χρήμα έχει έναν άλλο θεμελιώδη προορισμό, εντελώς ανεξάρτητο από τις καλές προθέσεις μας. Να αποτελέσει το αποτύπωμα του κοινωνικού πλούτου και να γίνει ταυτόχρονα το μέσο κατανομής και ανακατανομής του. Για ποιο λόγο επιλέξαμε να δώσουμε σ’ αυτόν τον απόλυτο θεό (υπαρκτό όσο και κάθε άλλος θεός) του εμπορευματικού πολιτισμού την ευτελή μορφή του χαρτιού ή του φτηνού μετάλλου, είναι άλλη υπόθεση. Το ζωτικό είναι ότι οι καθημερινές συνειδήσεις δισεκατομμυρίων ανθρώπων είναι πεπεισμένες ότι το χρήμα κυβερνά τις ζωές τους. Το χρήμα τους θυμίζει ότι υπάρχουν. Και ο βαθμός ύπαρξής τους εξαρτάται από το πόσο χρήμα διαθέτουν. Ολοι αποτυπώνουν το ειδικό βάρος και την ισχύ τους σε έναν ισολογισμό με χρηματική αποτίμηση. Οι μισθωτοί, οι νοικοκυραίοι, οι επιχειρηματίες, οι τραπεζίτες, οι κυβερνήσεις, τα συνδικάτα, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, τα κόμματα, τα κράτη, τα έθνη, οι διακρατικές ενώσεις.

Ετσι, το χρήμα, ένα συμβολικό μέσο ανταλλαγής, μια αποθήκη αξίας με συμβατική τιμή που δικαιολογεί την ύπαρξη των κεντρικών τραπεζιτών, τους παχυλούς μισθούς τους και την απίστευτη πολιτική τους ισχύ, μας έχει μετατρέψει όλους σε μικρούς Σάυλοκ. Σάυλοκ της Βενετίας, της Αθήνας, της Νέας Υόρκης, του Πεκίνου ή του Νταρφούρ, έτοιμους να ανταλλάξουμε το αποθεματικό μας με τη λίμπρα το κρέας μου μας αναλογεί. Και το κρέας, non olet pecunia sed sanguis (δεν μυρίζει χρήμα, αλλά αίμα). Το δανείζομαι για πολλοστή φορά από την Πατρίτσια Χάισμιθ.

Αλλά, αν μεταφέρω στη Βέρα, έστω και σε ωριμότερη ηλικία, όλο το απόσταγμα των ιδεοληψιών μου για το χρήμα, κινδυνεύω να εξευτελιστώ ως παντελώς αναξιόπιστος. Το επόμενο ερώτημα θα είναι: «Με τι ανταλλάσσεις, μπαμπά, τις ατέλειωτες ώρες απουσίας σου απ’ το σπίτι;» Κι ακόμη χειρότερα: «Πόσο καλύτερο θεωρείς τον εαυτό σου από τους Πανάγους που ανταλλάσσουν κι αυτοί ό,τι διαθέτουν- πολιτική επιρροή, απατεωνιά, αέρα κοπανιστό και ψέματα, ή απλώς καπιταλιστική τεχνογνωσία- με χρήμα, όλο και περισσότερο χρήμα;» Κι ακόμη περισσότερο: «Αν βρόμικο χρήμα είναι ο λεηλατημένος κοινωνικός πλούτος και αν πολιτικό χρήμα είναι η αμοιβή της εξουσίας για να κάνει τα στραβά μάτια, τι σε κάνει να πιστεύεις ότι εσύ κάνεις κάτι καλύτερο από το να διαχειρίζεσαι χρήμα πολιτικό και βρόμικο; Λεηλατείς το κοινό μας παρόν (πριν καν σε βαρεθώ) και με εξαγοράζεις με χαρτζιλίκια και «ξεπέτες» του Σαββατοκύριακου για να κάνω τα στραβά μάτια την υπόλοιπη εβδομάδα».

Ευτυχώς, έχω ελάχιστες πιθανότητες να ακούσω τέτοια ερωτήματα από μιαν επτάχρονη. Το πιθανότερο είναι να δω τα μούτρα της Βέρας κατεβασμένα, με ζωγραφισμένο το θυμό, την επόμενη φορά που θα επιστρέψω στο σπίτι έπειτα από μια γερή δόση ληστρικής εκμετάλλευσης του εαυτού μου.

Μάλλον πρέπει να συμβιβαστούμε με την ιδέα: όλοι μας έχουμε βρόμικο χρήμα στα καθαρά πορτοφόλια μας. Αλλά εμείς τουλάχιστον το δηλώνουμε- αναπόφευκτα ως μισθωτοί σκλαβοι- και φορολογούμαστε γι’ αυτό. Οι γαλαζοπράσινοι Πανάγοι;

Υ.Γ. Φίλε Φ. Ακρως ενδιαφέρουσες οι δικές σου ιστορίες, του λαγού, της αλεπούς και του λύκου. Νομίζω ότι ενδιαφέρουν κι άλλους, πέρα από τους μυθοπλάστες. Γιατί να μην κυριολεκτήσουμε κιόλας; Στη διάθεσή σου για επικοινωνία (και όχι μόνο από επαγγελματική διαστροφή και σκανδαλοθηρία).

ΚΙΜΠΙ

Kibi2g@yahoo.gr

No comments:

Post a Comment