Tuesday, May 29, 2007

Parti-kibi


«Τι είν’ η πατρίδα μας;» Μη μου πείτε ότι χωρεί εδώ μια απάντηση, ας αφήσουμε την πλάκα. Για κάποιους πατρίδα είναι χρέωση, για άλλους πίστωση. Για κάποιους είναι μια παρτίδα στο τζόγο του κέρδους, για άλλους η τακτική κι αναπόφευκτη προσέλευση στο γκισέ της εφορίας.

Για να είμαι ειλικρινής, δεν αισθάνθηκα και τόσο καλά πριν δέκα μέρες, όταν είδα το φυλάκιο του τσολιά να γίνεται παρανάλωμα. Όχι ότι φοβήθηκα για τον εαυτό μου, εγώ ότι ήταν να πάθω το έπαθα σε άλλα πεδία μάχης, με πραγματικά πυρά. Γι’ αυτό κι εκτός από άγνωστος, είμαι και ανύπαρκτος, ανυπόστατος. Υπάρχω σε ένα σύμπαν συμβολικό, στη συλλογική φαντασίωση όσων αισθάνονται ότι τους συνδέουν γη, ιστορία και γλώσσα. Το μόνο που δεν είναι συμβολικό σ’ αυτή τη σχέση, είναι ο δικός μου θάνατος. Γι’ αυτό με πείραξε αυτή η μολότοφ.

Αλλά, με έχουν ενοχλήσει πολύ περισσότερο άλλα πράγματα. Στα 74 χρόνια που βρίσκομαι εκεί, άκαμπτος, ασάλευτος, μαρμαρωμένος, σαν να έχω βρει τον τέλειο και μοναδικό μου προορισμό, έχω αισθανθεί πολλές φορές την ανάγκη να αποκολληθώ από το μάρμαρο, να πετάξω την ασπίδα και το δόρυ και να πάρω το δάφνινο στεφάνι που καταθέτουν διάφοροι σοβαροί κι αγέλαστοι τύποι, να τους το φορέσω κολάρο. Για να μη σας πως ότι ευχαρίστως θα τους έριχνα και μολότοφ.

Πολλές από τις τιμές που μου έχουν αποδώσει με προσβάλλουν πολύ περισσότερο από τη μολότοφ που έσκασε λίγα μέτρα από το παγωμένο μνημείο μου. Εχει παρελάσει τόση υποκρισία, τόση γελοιότητα, τόσο ψέμα μπροστά μου! Πραξικοπηματίες στάθηκαν κορδωμένοι, σε στάση προσοχής, χωρίς ίχνος ενοχής για εγκλήματα που οι ίδιοι θεωρούν ύψιστη υπηρεσία στην πατρίδα. Βασιλείς που στραπατσάριζαν τα στραμπουλιγμένα ελληνικά τους κάτω από τη γερμανική γλώσσα τους. Πολιτικοί που με ευκολία βάφτισαν εθνικό συμφέρον τις άθλιες υπηρεσίες που πρόσφεραν σε εχθρούς και συμμάχους για να διατηρήσουν τα λίγα στρέμματα εξουσίας που διαχειρίζονταν. Δοσίλογοι που απόλαυσαν τους καρπούς της ανάπηρης ελευθερίας που εμείς τους εξασφαλίσαμε. Σύμμαχοι που με ιστορική αναίδεια βύθισαν τη χώρα σε εμφύλιο πόλεμο προκειμένου ν’ αποτρέψουν την εκτροπή της σε ανεπιθύμητες πολιτικές ατραπούς. Μακελάρηδες υπερπατριώτες που χωρίς καμιά αναστολή έστειλαν στον τάφο πολλούς άγνωστους στρατιώτες και άγνωστους πολίτες. Όπως καταλαβαίνετε, μετά βίας συγκρατήθηκα τόσα χρόνια στο μάρμαρο απέναντι σε τόσες υποκρισίες που έμοιαζαν με ατομικές βόμβες μπροστά στη μολότοφ που εκτόξευσε ένας έξαλλος έφηβος.

Από μιαν άποψη, σέβομαι την ειλικρίνεια μιας εύφλεκτης διακήρυξης. Βλέπετε, ο κουκουλοφόρος, αν χρειαστεί, θέλει δεν θέλει, εύκολα θα βρεθεί στην πλευρά του υπερασπιστή της πατρίδας, προορισμένος κι αυτός να ενσωματωθεί στο άυλο συλλογικό σώμα του νεκρού άγνωστου στρατιώτη. Οι τηλε-πατριώτες θα βολευτούν στα μετόπισθεν της αρπαχτής και της συνδιαχείρισης της εξουσίας.

Μάλλον πρέπει να απαντήσουμε σε ορισμένα βασικά ερωτήματα- εγώ χάθηκα με την απορία για την απάντησή τους. Όπως: «Τι είν’ η πατρίδα μας;» Μη μου πείτε ότι χωρεί εδώ μια απάντηση, ας αφήσουμε την πλάκα. Για κάποιους πατρίδα είναι χρέωση, για άλλους πίστωση. Για κάποιους μια παρτίδα στο τζόγο του κέρδους, για άλλους η τακτική κι αναπόφευκτη προσέλευση στο γκισέ της εφορίας. Κάποιοι έχουν μπερδέψει και την αρχαία γνώση: «Εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης». Εδώ γίνεται ένας ανεπαίσθητος, αθώος αναγραμματισμός. «Αμύνεσθαι περί πάρτης». Όπως το λέει κι ο Σεφέρης: «Ο άνθρωπος… είναι άπληστος σαν το χόρτο/ σαν έρθει ο θέρος/ προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι». Σας διαβεβαιώ, όταν ο θάνατος έρχεται κατά πάνω σου με την ταχύτητα του φωτός, δεν είναι η πατρίδα που σε στραβώνει σαν εκτυφλωτική λάμψη, την «πάρτη» σου σκέφτεσαι που χάνεται. Τι να σας εξηγώ τώρα…Δεν εξηγείται η φρίκη του χαμού.

Ας μιλήσουμε περί πάρτης, λοιπόν. Τι είναι η πάρτη; Είναι η προσωπική πατρίδα καθενός- ίσως η μόνη νοητή και χειροπιαστή, με σύνορα ευδιάκριτα και αδιαμφισβήτητα, τα όρια της ύπαρξής μας, του σώματός μας, της σκέψης, των επιθυμιών μας. Είναι η επιθυμία να ζήσεις και να ευτυχήσεις, με όποιο λιτό ή ανοικονόμητο περιεχόμενο δίνεις στην ευτυχία. Απ’ αυτή την άποψη, η πάρτη ως πατρίδα, δεν έχει γεωγραφία. Οπου γης και πατρίς, θα μπορούσε να πει κανείς, και από καταβολής ανθρωπότητας αυτό επιβεβαιώνεται αιματηρά. Η ιστορία των εθνών είναι μια διαδοχή μετακινήσεων από τη μια πατρίδα στην άλλη, από τις όχθες του Ινδού στην ανατολική ακτή του Ατλαντικού κι από εκεί στην απέναντι ακτή. Αυτό είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο, έστω κι αν οι σύντομες ατομικές ζωές μας δεν μας επιτρέπουν να το αντιληφθούμε πάντα. Το αντιλαμβάνονται ωστόσο όλοι οι κακήν κακώς διωγμένοι από τις πατρίδες τους που σκοντάφτουν σε τείχη ασφάλειας στις νέες τους πατρίδες. Αυτό που γι’ αυτούς είναι μια θανάσιμα επικίνδυνη κατάσταση, είναι απολύτως αυτονόητο για κάθε μορφή πλούτου.

Ενας οικονομικός μετανάστης από το Πακιστάν, μπορεί να σκοτωθεί από συμμορίες δουλεμπόρων στην Τουρκία, να πνιγεί σ’ ένα σαπιοκάραβο στο Αιγαίο, να συλληφθεί και να απελαθεί από την Ελλάδα. Ένα εκατομμύριο ευρώ, όμως, μπορεί να διακτινισθεί σε χρόνο dt από τη Νέα Υόρκη στη Σανγκάη κι από εκεί να βρεθεί σε δευτερόλεπτα στο Παρίσι και, χωρίς κανείς να του ζητήσει πατριωτικά πιστοποιητικά, ν’ αλλάζει τις πατρίδες μέσ’ στο εικοσιτετράωρο όπως οι κάτοχοί του εσώρουχα. Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα- το είχα ακούσει κι εγώ αυτό στον καιρό μου, αλλά δεν είχα δώσει σημασία, τώρα όμως έχει γίνει μια τρομακτική κυριολεξία. Ο εφοπλιστής έχει πατρίδα τους ωκεανούς, ο βιομήχανος τις χώρες με φτηνά εργατικά χέρια, ο χρηματιστής τις αγορές όλου του κόσμου, ο επενδυτής κάθε κομμάτι γης που υπόσχεται υπεραξίες στο υπέδαφός ή στην επιφάνειά της, από την Αφρική μέχρι τον Καύκασο και από την Αλάσκα μέχρι την Αυστραλία, ο πολιτικός την εκλογική του περιφέρεια, ο γραφειοκράτης το θλιβερό του χαρτοβασίλειο. Κι εμείς- ή μάλλον εσείς (γιατί εγώ έχω καθαρίσει προ πολλού); Η πατρίδα σας εξαντλείται στα λίγα τετραγωνικά του υποθηκευμένου διαμερίσματός σας, στον καταθετικό σας λογαριασμό, στην κληρονομιά που σας άφησε ο πατέρας σας, στην επιχείρηση που σας δίνει δουλειά. Σπάνια όλοι αυτοί μπορούν να βρεθούν στη θέση να υπερασπιστούν την ίδια πατρίδα- την ίδια πάρτη. Και στις εξαιρετικές περιπτώσεις που υπερασπίζονται το ίδιο πράγμα από μιαν καθολική επιβουλή- έναν παγκόσμιο πόλεμο, για παράδειγμα- το τίμημα και οι θυσίες κατανέμονται το ίδιο άνισα, αν και αντιστρόφως, ανάμεσα στους άγνωστους και ανώνυμους στρατιώτες και τους γνωστούς και επώνυμους στρατηγούς. Αυτό είναι γνωστό, κανείς δεν τρώει πια κουτόχορτο, κι εξηγεί πολύ από την οργή κάθε μολοτοφόρου, με κουκούλα ή άνευ.

Θα μπορούσε άραγε να είναι διαφορετικά τα πράγματα; Για μένα δεν έχει πια σημασία, το μέρισμά μου στην ιστορία είναι ένα κομμάτι παγωμένο μάρμαρο. Για σας όμως; Μπορώ να φανταστώ μια διαφορετική σύμβαση για το περιεχόμενο της πατρίδας, τέτοιο που να μη βρίσκεται σε κραυγαλέα αντίθεση με την πάρτη. Μιαν άλλη κατανομή του μερίσματος της ειρήνης, τέτοια που να κάνει ανεκτή την όποια θυσία μας αναλογεί, ως μέρισμα του πολέμου- αχρείαστο νάναι. Εσείς, οι υποψήφιοι άγνωστοι στρατιώτες, δεν έχετε να θυσιάσετε και πολλά πράγματα. Οι άλλοι όμως, οι άπληστοι πατριώτες, πρέπει να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να νιώσετε όλοι ότι υπάρχει κάτι κοινό να υπερασπιστείτε, πέρα από την πάρτη σας.

ΚΙΜΠΙ

Kibi2g@yahoo.gr

No comments:

Post a Comment